αγγειοπάθεια

αγγειοπάθεια
η мед. вазопатия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγγειοπάθεια" в других словарях:

  • αγγειοπάθεια — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται κάθε είδους παθολογική κατάσταση των αγγείων, ανεξάρτητα από τα αίτια που την προκαλούν ή τις εκδηλώσεις με τις οποίες συνοδεύεται. * * * η (Ιατρική) γενική ονομασία για κάθε νόσο τών αγγείων, ανεξάρτητα από αίτια …   Dictionary of Greek

  • αγγειοπάθεια — η (ιατρ.), πάθηση των αγγείων του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»